Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

«Σοσιαλδημοκρατία χωρίς εγωισμούς»



Το πολιτικό κενό που αφήνει πίσω του η διάψευση των προσδοκιών που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ιστορική δικαίωση των επιλογών της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου και η ανάγκη για μεταρρυθμιστική πολιτική με κοινωνικό πρόσημο, κάνει πολλούς να μιλούν ξανά για τη Σοσιαλδημοκρατία και την «Κεντροαριστερά».
Γράφει ο Μιχάλης Κορδαλής
Ωστόσο, το λάθος που συχνά καταγράφεται σε αυτές τις συζητήσεις, είναι ότι φτάνουν τελικά να γίνονται με ποδοσφαιρικούς και όχι με πολιτικούς όρους. Μιλούν πολλοί για τα πρόσωπα αλλά δεν μιλούν για πολιτικές ιδέες. Δεν μιλούν για προτάσεις που αφορούν τις αγωνίες των πολιτών, αλλά μάλλον τις ανασφάλειες των επαγγελματιών της πολιτικής.
Δεν κάνουν έτσι, ούτε σοβαρή κριτική στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και κυρίως ούτε πολιτική αυτοκριτική.
– Γιατί για ποια Σοσιαλδημοκρατία μπορούμε σήμερα να μιλάμε, όταν αυτή η ίδια έχει παραιτηθεί από το πολιτικό της οπλοστάσιο, όταν έχει παραιτηθεί από το παραδοσιακό εργαλείο αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας;
– Ποια Σοσιαλδημοκρατία μπορεί άραγε, να ελέγξει το μεγάλο κεφάλαιο, όταν αυτό μπορεί να συναλλάσσεται με τροπικούς ή και εγγύτερους σε εμάς φορολογικούς παραδείσους με ένα απλό κλικ σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή;

– Ποιο κοινωνικό μοντέλο μπορεί να διατηρήσει το κράτος πρόνοιας, να διασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη και το υψηλό επίπεδο προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων όταν από τη μια έχει να ανταγωνιστεί το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης και κυρίως τον αυταρχικό, δεσποτικό καπιταλισμό των χωρών της Ανατολικής Ασίας;
Πρόκειται για ερωτήματα όχι θεωρητικά ή φιλοσοφικά, αλλά ουσιαστικά και κρίσιμα, καθώς συμπυκνώνουν στην πράξη το δίλημμα της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Που δεν είναι άλλο, από τη σύγκρουση της Ρύθμισης με την «ελευθερία» ή καλύτερα με την Ασυδοσία των Αγορών. Είναι το δίλημμα που άλλωστε, αποτελεί και σημείο τομής της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας και διαχωρίζει την Πρόοδο από τη Συντήρηση.
Γι’ αυτό και η απάντηση σ΄ αυτά τα ερωτήματα δεν αποτελεί μια ιδεολογική πολυτέλεια για τις προοδευτικές δυνάμεις στη χώρα μας αλλά αδήριτη ανάγκη.
Γιατί ακριβώς, στην Ελλάδα του μαύρου χρήματος, της υπερφορολόγησης των οικονομικά ασθενέστερων και του ταυτόχρονου πρωταθλητισμού σε καταθέσεις σε τράπεζες της Ελβετίας ή του Λουξεμβούργου, οι αναγκαίες διακρατικές συνεννοήσεις για τον έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου και τη συμμετοχή του στο χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης δε συνιστούν απλά απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Είναι και παραμένουν ο μόνος αξιόπιστος και ρεαλιστικός δρόμος για μια πιο κοινωνικά δίκαιη και πιο ήπια οικονομική προσαρμογή.
Δρόμος που μοιραία περνά μέσα από τα ευρωπαϊκά fora και όργανα, καθώς αναφέρεται σε προβλήματα που απασχολούν το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Πρόκειται για προβλήματα που υπερβαίνουν τα στενά σύνορα της πατρίδας μας και που καμιά χώρα δεν μπορεί να λύσει μόνη αλλά μόνο ενώνοντας τις φωνές της με άλλες.
Είναι αυτές οι ίδιες οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, εκείνες που μας υποδεικνύουν συγχρόνως και ποια θα πρέπει να είναι η διεθνής μας στρατηγική ως χώρα. Δηλαδή, η σταθερή μας προσήλωση στο ευρωπαϊκό ιδεώδες και η αλλαγή αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έναν υπερεθνικό, μεταρρυθμιστικό οργανισμό της παγκόσμιας οικονομίας, με ταυτόχρονη επιτάχυνση της πολιτικής της ενοποίησης.
Υποδεικνύουν όμως και κάτι ακόμα.
Ότι δεν μπορεί να υπάρξει Σοσιαλδημοκρατία ούτε στη χώρα μας ούτε πουθενά, χωρίς ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή και διεθνή ατζέντα.
Σε εθνικό επίπεδο ωστόσο, η ελληνική Σοσιαλδημοκρατία λίγο φαίνεται να νοιάζεται για όλα αυτά. Μοιάζει πιο πολύ χαμένη στους εγωισμούς των αρχηγών και των αρχηγίσκων της.
Μόνος τρόπος για την υπέρβαση αυτών των διαφορών χωρίς ουσιαστικό πολιτικό χαρακτήρα, αποτελεί η επαναφορά του δημοσίου διαλόγου σε πολιτικά πλαίσια, η επιστροφή στην πολιτική. Να μιλήσουμε δηλαδή επιτέλους για τις πολιτικές, τον ρόλο, την ταυτότητα και τη θέση της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας στον εθνικό μας πολιτικό χάρτη.
Θέση που δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα αριστερά του πολιτικού εκκρεμούς. Με σταθερό μέτωπο απέναντι στις δυνάμεις της απορρύθμισης. Αλλά και απέναντι στο δήθεν «αριστερό» ή δεξιό λαϊκισμό που δε γνωρίζει παράταξη, όπως απέδειξαν όσοι προεκλογικά έσκιζαν τα μνημόνια στο Ζάππειο ή την Ομόνοια μόνο και μόνο για να τα ξανακολλήσουν, αυτή τη φορά από τα έδρανα της κυβέρνησης. Είναι αυτή μάλιστα η πολιτική τοποθέτηση που υπαγορεύει τις αποστάσεις τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και τις ενδεδειγμένες πολιτικές συμμαχίες με κόμματα, κινήσεις και κυρίως κοινωνικές ομάδες. Τοποθέτηση, σύμφωνη με την ιστορική διαδρομή της δημοκρατικής παράταξης καθώς και με την ευρωπαϊκή εμπειρία αν κρίνουμε από τις εξελίξεις στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Γιατί δεν μπορούν κάποιοι να αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί, να μιλούν για Κεντροαριστερά και ταυτόχρονα να φαντασιώνονται ως υποψήφιο πρωθυπουργό των Σοσιαλιστών, τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή παλιότερα, τον Αντώνη Σαμαρά.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόσκληση για ενότητα δεν μπορεί να αφορά συγκολλήσεις κορυφής, άθροισμα φιλοδοξιών και απολίτικους αποκλεισμούς λόγω προσωπικών εγωισμών όπως έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι πρόσκαιρες επικλήσεις στην Κεντροαριστερά, οι διαρροές και η επιλογή συνομιλητών για να αντλήσει κανείς όψιμα εκλογικά οφέλη δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για την ενότητα. Γιατί ακριβώς δεν απευθύνεται στους πολίτες αλλά σε μάλλον «ανύπανδρους» προξενητές ενός γάμου που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη δική τους προσωπική αποκατάσταση.
Ούτως ή άλλως, η ενότητα είναι πάντα ένα ερώτημα που αφορά τη βάση και μπορεί να το απαντήσει μόνο η ουσιαστική ανταπόκριση των πολιτών σε μια νέα πολιτική και κοινωνική συμμαχία. Γι΄ αυτό και τη λύση δεν θα έρθει με παρασκηνιακές συνεννοήσεις. Θα έρθει με την προσφυγή στη βάση, σε μια ανοιχτή πολιτική διαδικασία με τη θεσμική συμμετοχή όλων κομμάτων και κινήσεων του χώρου που θα αποφασίσει από την αρχή για όλους και για όλα. Δημοκρατικά και συντεταγμένα. Από το όνομα, τα σύμβολα, τους επικεφαλής, τα όργανα και κυρίως τις πολιτικές, τους κοινοβουλευτικούς στόχους της επιδιωκόμενης αυτής προοδευτικής συμμαχίας.
Αυτή άλλωστε είναι και μια πολιτική πρακτική που εγκαινίασε πρώτη η Κεντροαριστερά, σχεδόν 10 χρόνια νωρίτερα με την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ μέσα από μια διαφανή και αδιάβλητη διαδικασία που πλέον υιοθετείται ακόμη και από συντηρητικά κόμματα όπως η ΝΔ.
Χρειάζεται ακόμη μια Προγραμματική Συμφωνία των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, ένα ουσιαστικό χρονοδιάγραμμα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Ένας πολιτικός χάρτης για τη μετάβαση στην μεταπελατειακή Ελλάδα όπου θα επαναπροσδιορίσουμε όλοι μαζί, στην πράξη και όχι με αόριστες διακηρύξεις, την ταυτότητα μας και θα ορίσουμε εκ νέου τι σημαίνει «Πρόοδος» και τι «Συντήρηση».
Σε μια τέτοια πολιτική συμφωνία χωρούν όλοι όσοι επιθυμούν και μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα «ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε».
– Μια Σοσιαλδημοκρατία που εκπροσωπεί τη Διαύγεια και θα αγωνιστεί για να κατοχυρωθεί συνταγματικά όπως έγινε με τη μεγάλη μεταρρύθμιση του ΑΣΕΠ
ή
– μια Σοσιαλδημοκρατία στα λόγια, που θα είναι έτοιμη την παρακάμψει όπως τρεις φορές επιχείρησε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης και συνεχίζει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ;
– Θέλουμε μια Σοσιαλδημοκρατία του opengoverment και της επιλογής με βιογραφικό σε κορυφαίες λειτουργίες της Δημόσιας Διοίκησης
ή
– ένα μόρφωμα που θα συνεχίσει την παλαιοκομματική λογική του διορισμού συγγενών και φίλων όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν με το 4-2-1 της τρικομματικής κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ;
Πρέπει ακόμη, έχοντας γνώση πως ζούμε στην Ελλάδα του μικρομέγαλου διπολισμού, να συναποφασίσουμε την κοινή μας στρατηγική σε ενδεχόμενη ανάγκη συμμετοχής σε ένα ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα.
Όχι υπό την έννοια της επιλογής της συμπόρευσης με τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αλλά με τη λογική της διαμόρφωσης των όρων της σύμπραξης. Όροι που θα προασπιστούν το προγραμματικό πλαίσιο των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η χώρα μας και ταυτόχρονα θα σέβονται την εμπιστοσύνη των προοδευτικών πολιτών και την πολιτική μας φυσιογνωμία.
Κάτι τέτοιο μπορεί και πρέπει να γίνει με τη συμμετοχή των πολιτών της Κεντροαριστεράς και τη συμφωνία για διενέργεια εσωτερικού δημοψηφίσματος που θα εγκρίνει τους όρους της όποιας συνεργασίας και θα έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Μ’ αυτό τον τρόπο και ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα του SPD, θα λύσουμε θεσμικά και δημοκρατικά και το ζήτημα του διακριτού κι αυτόνομου λόγου αποφεύγοντας την ενσωμάτωση σε συντηρητικές νοοτροπίες, σε αριστερόστροφους ή δεξιόστροφους «Μπαλτάκους» όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν.
Με τέτοιες προτάσεις και με βασική προϋπόθεση την προσφυγή στην ετυμηγορία των δημοκρατικών πολιτών θα οικοδομηθεί η ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων. Αυτό που απομένει είναι η βούληση.
Είναι η δική μας πολιτική δέσμευση -όχι μόνο των ηγεσιών αλλά καθενός πολίτη ξεχωριστά-, η δική μας απάντηση στα υπαρξιακά διλήμματα του προοδευτικού χώρου που θα ανοίξει το δρόμο για ένα σύγχρονο πολιτικό Κίνημα, για μια Σοσιαλδημοκρατία που θα απαντά στα προβλήματα των πολιτών και όχι σε μεμονωμένα πρόθυμα στελέχη. Μια Σοσιαλδημοκρατία που θα είναι αντίβαρο στον εθνολαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ αλλά και τη γαλάζια όψη των αντιμνημονιακών μύθων των «Ζαππείων» που συνιστά η νεοφιλελεύθερη και πελατειακή συνταγή της ΝΔ.
Τη Σοσιαλδημοκρατία που επιτέλους θα απευθύνεται ξανά στους ανθρώπους και όχι σε καρέκλες υποψήφιων αξιωματούχων της όποιας κυβέρνησης.
Μια Σοσιαλδημοκρατία χωρίς εγωισμούς.
* Ο Μιχάλης Κορδαλής είναι ασκούμενος δικηγόρος, ακτιβιστής του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου