Ο προσεκτικός παρατηρητής των δηλώσεων, αναφορών του προέδρου και στελεχών αλλά και των δελτίων Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, θα διαπιστώσει ότι εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα, ότι απουσιάζει κάθε αναφορά στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Βεγγέλη Βενιζέλο.
Του Γιώργου Μηλιώνη
Τα πυρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα συγκεντρώνει όλα το πρόσωπο του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, στον οποίο, συμπεριλαμβανομένου και του στενού του περιβάλλοντος, η Κουμουνδούρου χρεώνει το σύνολο της ασκούμενης πολιτικής την οποία θεωρεί καταστροφική για την χώρα και την κοινωνία.
Η προσπάθεια ανάγνωσης αυτής της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ έχει διάφορες πλευρές και αντανακλά τόσο διεργασίες στο εσωτερικό του, όσο και αντίστοιχες που αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Αφετηριακό σημείο πρέπει να αποτελέσει η «κοινή» πλέον επιθυμία και απόφαση, των πολιτικών κομμάτων –με εξαίρεση το ΚΚΕ- για την συνέχιση της πορείας της χώρας εντός της ΕΕ και της Ευρωζώνης, γεγονός που συνεπάγεται την υποχρεωτική συμμόρφωση σε ειλημμένες αποφάσεις στην διαμόρφωση των οποίων η Ελλάδα έχει συμμετάσχει στα προηγούμενα χρόνια ως ισότιμος εταίρος.
Οι αποφάσεις αυτές, που απορρέουν από την «ιδρυτική» της ΕΕ, Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, αλλά και από σειρά στρατηγικών αποφάσεων που αποφασίστηκαν τα επόμενα χρόνια, αποτελούν –ασχέτως συμφωνίας ή διαφωνίας με αυτές- ένα συνεκτικό πλαίσιο με σαφώς καθορισμένους στόχους.
Σε ότι δε αφορά την «ηγεμονία» της Γερμανίας στην ΕΕ, αρκεί κανείς να ενθυμηθεί την πολιτική σημασία που είχε στις αρχές της δεκαετίας του ¨90 η «ενσωμάτωση» της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας στην ενιαία πλέον Γερμανία, αλλά και να εξετάσει προσεκτικά τους «ξερούς» αριθμούς των στατιστικών στοιχείων, που αφορούν τους δείκτες «παραγωγικότητας» και «ανταγωνιστικότητας», για να εξηγήσει την «ηγεμονία» αυτή, και να σκεφθεί ότι αυτή σε αυτά εδράζεται και λιγότερο στην «αυταρχική προσωπικότητα» της κ. Μέρκελ.
Πολύ σχηματικά, αυτή είναι η αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία δυστυχώς επί δεκαετίες και με το ξέσπασμα της κρίσης ακόμα περισσότερο αποκρύπτεται με ευθύνη των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, από τον ελληνικό, λαό, που στερείται έτσι των νοητικών εκείνων «εργαλείων» που θα τον βοηθήσουν να προσανατολιστεί λογικά σε τόσο δύσκολους καιρούς.
Ακόμα, μια φορά δυστυχώς, πάνω στην απόκρυψη, στην καλλιεργούμενη άγνοια και στο ολέθριο εμπόριο ψεύτικων ελπίδων επιχειρείται να στηθεί το νέο δικομματικό σκηνικό, που μάλλον δεν θα περιλαμβάνει «ατόφια» κόμματα, αλλά «πυρήνες» και «δορυφόρους».
Έτσι, ο ένας «πυρήνας» θα περιλαμβάνει την ΝΔ, όπως κι αν αυτή εξελιχθεί και ο άλλος τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται ότι υποκαθιστά το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ, το οποίο η Κουμουνδούρου θεωρεί ως «συνιστώσα» πλέον της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς, θεωρεί ότι ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στην συγκυβέρνηση, με τον Βαγγέλη Βενιζέλο να σύρεται, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται περαιτέρω ενασχόληση με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών.
Ταυτόχρονα, η Κουμουνδούρου, από την στιγμή που αποδέχθηκε το αφετηριακό πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης –το οποίο εξάλλου ποτέ δεν αμφισβήτησε- ήταν θέμα χρόνου να στραφεί σε «ρεαλιστικές» (για το συγκεκριμένο ευρωενωσιακό πλαίσιο) θέσεις, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέπεται ταχύτατα σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που δεν επιθυμεί ριζικές αλλαγές, αλλά «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ προεξάρχοντος του προέδρου του, αλλά και των στελεχών που κατέχουν θέσεις-κλειδιά, όπως εκείνη του υπεύθυνου Προγράμματος (Γ. Δραγασάκης) και του υπεύθυνου Ανάπτυξης (Γιώργος Σταθάκης) επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για να πείσουν και τους εταίρους και δανειστές της χώρας και τον ελληνικό λαό ότι το πρόγραμμά του είναι ρεαλιστικό και πραγματοποιήσιμο.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος πιεζόμενος σφοδρά και από κοινωνικά στρώματα που εξέφρασε πολιτικά το ΠΑΣΟΚ τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και από τμήμα του κόμματος που ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως «ηγέτη», άρχισε να μιλά ξανά για «προοδευτική διακυβέρνηση», πράγμα που η Κουμουνδούρου θεωρεί τουλάχιστον «σχιζοφρενικό» εκ μέρους του αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι η πρωτοκαθεδρία του στην «προοδευτική παράταξη» έχει καθιερωθεί, ο δίαυλος επικοινωνίας με πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ παραμένει πάντα ανοιχτός, -με τα τελευταία να έχουν διαμορφώσει διακριτή τάση στο εσωτερικό της Κουμουνδούρου, διότι ως «παλιοί» φροντίζουν «για να έχουν»- και έτσι θεωρεί ότι κάθε διάλογος ή αναφορά στον Βαγγέλη περιττεύει.
Μια τέτοια στάση της Κουμουνδούρου, εκτιμάται ότι αυξάνει την πίεση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, έτσι ώστε στελέχη του Κινήματος που περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά έχουν θέσει το ζήτημα της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, να «υποχρεωθούν» να διαφοροποιηθούν από την πολιτική Βενιζέλου όχι τόσο σε ότι αφορά τις μετεκλογικές συνεργασίες, αλλά κυρίως ενόψει κρίσιμων εξελίξεων, όπως η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε ότι αφορά την «προοδευτική διακυβέρνηση» ένα από τα χαρακτηριστικά των προτάσεων που υποβάλλονται, τόσο από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από την πλευρά του «όλου» -αυτή την φορά- ΠΑΣΟΚ, είναι η απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο παρακάμπτονται οι βασικές οικονομικές τάσεις ενός δοσμένου σχηματισμού, καθώς η ΕΕ είναι ένωση καπιταλιστικών κρατών, και διογκώνονται πλευρές που αφορούν ετούτο ή εκείνο το πρόσωπο και τις δυνατότητες ή όχι «διαπραγμάτευσης» που διαθέτει, δημιουργείται η ολέθρια εντύπωση ότι η ασκούμενη πολιτική αφορά κυρίως πρόσωπα ή εξυπηρέτηση «σκοτεινών» συμφερόντων.
Στην ίδια «γραμμή» κινείται και η φρούδα ελπίδα ότι την επόμενη των εκλογών, με μια «προοδευτική κυβέρνηση» και δη «αριστερή», θα «διαγραφεί» μέρος του χρέους, ή ότι το μνημόνιο στην Ελλάδα «τελειώνει».
Το ηγετικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο Βαγγέλης Βενιζέλος τα γνωρίζουν αυτά, όπως γνωρίζουν ότι όταν μετά την χρεωκοπία επί Χ. Τρικούπη στα τέλη του 19ου αιώνα, επεβλήθη στην Ελλάδα, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο «τελευταίος» ελεγκτής εγκατέλειψε την χώρα το …1978!
Η συνέχεια αναμένεται εξαιρετικά δραματική όπως κάθε μάθημα ιστορίας, και κάθε συνειδητός πολίτης πρέπει να την παρακολουθεί εξοπλισμένος με την πείρα και την γνώση του πραγματικού ιστορικού παρελθόντος, διότι διαφορετικά, θα υποχρεωθεί να επαναλάβει το ιστορικό μάθημα και για τον λαό μας που –με όλες του τις αδυναμίες- τόσα πολλά έχει περάσει, κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά πικρό και άδικο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου