Γράφει ο Γιώργος Α. Κορομηλάς, Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Σήμερα θα αναφέρω μια ιστορία από ένα μικρό τόπο, ιδιαίτερα αγαπητό για λίγες ημέρες χαλάρωσης το καλοκαίρι στους ανθρώπους που κατάγονται από εκεί αλλά και στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς τουρίστες που τον επιλέγουν για διακοπές.
Σε κεντρικό σημείο αυτού του μικρού τόπου, ας το αποκαλέσουμε αγορά, βρίσκεται κατάστημα εστίασης με υπερβολικά μεγάλη κίνηση το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα μιας και είναι από τα ελάχιστα καταστήματα που παραμένουν ανοικτά μετά την τουριστική περίοδο.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, «επιχειρηματίας» κατά δήλωσή του, δεν έχει καθόλου καλή σχέση με την ταμειακή μηχανή του η οποία λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως συρτάρι στο οποίο ρίχνει μέσα τα χρήματα που εισπράττει εκδίδοντας μόνο τις αποδείξεις για το πρώτο σερβίρισμα και αυτές σε όσους δεν γνωρίζει ήτοι τους επισκέπτες του μικρού αυτού πανέμορφου τόπου. Λοιπές παραγγελίες ή επαναλήψεις, σε όλα τα σερβιριζόμενα είδη, εκτελούνται άνευ απόδειξης έχοντας δασκαλέψει το ανασφάλιστο «προσωπικό» του να μαζεύει τα προηγούμενα έτσι ώστε αν, εντελώς σπάνια περίπτωση, έρθει έλεγχος να υπάρχει κάποια απόδειξη στο τραπέζι που θα ανταποκρίνεται σε ότι υπάρχει επάνω. Βέβαια και να έρθει έλεγχος έχει «πέσει σύρμα» από τους άλλους «επιχειρηματίες» οπότε προλαβαίνει και ενδύεται τον μανδύα της νομιμότητας μέχρι την αποχώρηση των ελεγκτών.
Αν πάλι κάποιος πελάτης ζητήσει απόδειξη στέλνει με τον υπάλληλο το δελτίο παραγγελίας και αν ο πελάτης επιμείνει για την νόμιμη απόδειξη, αφήνει το πόστο του στην κουζίνα, έρχεται σαφώς ενοχλημένος στο τραπέζι και δύο τινά μπορεί να συμβούν :
α) Αν ο πελάτης έχει καταγωγή από τον μικρό αυτό τόπο ή είναι «αλλοδαπός/η», όπως αποκαλούνται οι γαμπροί και οι νύφες στον μικρό αυτό τόπο, ακούει μουρμούρες όπως «καλά ρε συ, με τόση υπερφορολόγηση μου ζητάς και απόδειξη, δεν ντρέπεσαι καημένε, δυο μήνες περιμένω και εγώ να δουλέψω και εσύ θέλεις να μου τα φάει όλα η εφορία»;
β) Αν ο πελάτης είναι άγνωστος τότε η δικαιολογία είναι «δεν στην έφερε το παιδί»; Συγνώμη ψελλίζει, και τρέχει μέσα στο μαγαζί «επιπλήττοντας» τον υπάλληλο φέρνοντας κάποιες από τις αποδείξεις που έχει κόψει για ξεκάρφωμα για να τις δώσει. Βέβαια αν κάποιος δει την ώρα έκδοσης και το συνολικό ποσό θα καταλάβει.
Πέραν βέβαια της φορολογικής παραβατικής συμπεριφοράς και με «δικαιολογία» την αύξηση του Φ.Π.Α. την οποία «δεν μπορεί» να απορροφήσει ο «επιχειρηματίας» της ιστορίας μας αύξησε τις τιμές σε όλα τα προσφερόμενα είδη, σε κάποια δε μέχρι και 25%.
Φυσικά δεν είναι μόνο αυτός, υπάρχουν πολλοί ακόμα «επιχειρηματίες» που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο σε αυτόν τον μικρό τόπο αλλά παντού. Φοροδιαφυγής και κερδοσκοπίας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν, με αποτέλεσμα δίκαια να αγανακτούν όλοι όσοι πορεύονται επιχειρηματικά σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους επωμιζόμενοι τα φορολογικά βάρη που δεν θέλει να επωμισθεί ο «επιχειρηματίας» της ιστορίας μας και οι άλλοι όμοιοί του, οι οποίοι θέλουν να έχουν και άποψη για τα προβλήματα της επιχειρηματικότητας, την υπερφορολόγηση και γενικά επί παντός επιστητού ως μόνιμα «θιγμένοι».
Η ιστορία αυτή είναι φανταστική, μιας και στη χώρα μας δεν υπάρχουν φαινόμενα φοροδιαφυγής και κερδοσκοπίας, άρα πιθανή ομοιότητα με περιοχές, πρόσωπα και συμπεριφορές είναι εντελώς συμπτωματική.
Σήμερα θα αναφέρω μια ιστορία από ένα μικρό τόπο, ιδιαίτερα αγαπητό για λίγες ημέρες χαλάρωσης το καλοκαίρι στους ανθρώπους που κατάγονται από εκεί αλλά και στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς τουρίστες που τον επιλέγουν για διακοπές.
Σε κεντρικό σημείο αυτού του μικρού τόπου, ας το αποκαλέσουμε αγορά, βρίσκεται κατάστημα εστίασης με υπερβολικά μεγάλη κίνηση το καλοκαίρι αλλά και το χειμώνα μιας και είναι από τα ελάχιστα καταστήματα που παραμένουν ανοικτά μετά την τουριστική περίοδο.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, «επιχειρηματίας» κατά δήλωσή του, δεν έχει καθόλου καλή σχέση με την ταμειακή μηχανή του η οποία λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως συρτάρι στο οποίο ρίχνει μέσα τα χρήματα που εισπράττει εκδίδοντας μόνο τις αποδείξεις για το πρώτο σερβίρισμα και αυτές σε όσους δεν γνωρίζει ήτοι τους επισκέπτες του μικρού αυτού πανέμορφου τόπου. Λοιπές παραγγελίες ή επαναλήψεις, σε όλα τα σερβιριζόμενα είδη, εκτελούνται άνευ απόδειξης έχοντας δασκαλέψει το ανασφάλιστο «προσωπικό» του να μαζεύει τα προηγούμενα έτσι ώστε αν, εντελώς σπάνια περίπτωση, έρθει έλεγχος να υπάρχει κάποια απόδειξη στο τραπέζι που θα ανταποκρίνεται σε ότι υπάρχει επάνω. Βέβαια και να έρθει έλεγχος έχει «πέσει σύρμα» από τους άλλους «επιχειρηματίες» οπότε προλαβαίνει και ενδύεται τον μανδύα της νομιμότητας μέχρι την αποχώρηση των ελεγκτών.
Αν πάλι κάποιος πελάτης ζητήσει απόδειξη στέλνει με τον υπάλληλο το δελτίο παραγγελίας και αν ο πελάτης επιμείνει για την νόμιμη απόδειξη, αφήνει το πόστο του στην κουζίνα, έρχεται σαφώς ενοχλημένος στο τραπέζι και δύο τινά μπορεί να συμβούν :
α) Αν ο πελάτης έχει καταγωγή από τον μικρό αυτό τόπο ή είναι «αλλοδαπός/η», όπως αποκαλούνται οι γαμπροί και οι νύφες στον μικρό αυτό τόπο, ακούει μουρμούρες όπως «καλά ρε συ, με τόση υπερφορολόγηση μου ζητάς και απόδειξη, δεν ντρέπεσαι καημένε, δυο μήνες περιμένω και εγώ να δουλέψω και εσύ θέλεις να μου τα φάει όλα η εφορία»;
β) Αν ο πελάτης είναι άγνωστος τότε η δικαιολογία είναι «δεν στην έφερε το παιδί»; Συγνώμη ψελλίζει, και τρέχει μέσα στο μαγαζί «επιπλήττοντας» τον υπάλληλο φέρνοντας κάποιες από τις αποδείξεις που έχει κόψει για ξεκάρφωμα για να τις δώσει. Βέβαια αν κάποιος δει την ώρα έκδοσης και το συνολικό ποσό θα καταλάβει.
Πέραν βέβαια της φορολογικής παραβατικής συμπεριφοράς και με «δικαιολογία» την αύξηση του Φ.Π.Α. την οποία «δεν μπορεί» να απορροφήσει ο «επιχειρηματίας» της ιστορίας μας αύξησε τις τιμές σε όλα τα προσφερόμενα είδη, σε κάποια δε μέχρι και 25%.
Φυσικά δεν είναι μόνο αυτός, υπάρχουν πολλοί ακόμα «επιχειρηματίες» που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο σε αυτόν τον μικρό τόπο αλλά παντού. Φοροδιαφυγής και κερδοσκοπίας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν, με αποτέλεσμα δίκαια να αγανακτούν όλοι όσοι πορεύονται επιχειρηματικά σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους επωμιζόμενοι τα φορολογικά βάρη που δεν θέλει να επωμισθεί ο «επιχειρηματίας» της ιστορίας μας και οι άλλοι όμοιοί του, οι οποίοι θέλουν να έχουν και άποψη για τα προβλήματα της επιχειρηματικότητας, την υπερφορολόγηση και γενικά επί παντός επιστητού ως μόνιμα «θιγμένοι».
Η ιστορία αυτή είναι φανταστική, μιας και στη χώρα μας δεν υπάρχουν φαινόμενα φοροδιαφυγής και κερδοσκοπίας, άρα πιθανή ομοιότητα με περιοχές, πρόσωπα και συμπεριφορές είναι εντελώς συμπτωματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου