Της Πέννυς Κροντηρά
Επτά άτομα το βράδυ της 26ης Μαΐου 1973 βασάνιζαν και
γρονθοκοπούσαν με κλομπ τον στρατιωτικό Σπύρο Μουστακλή. Ο Σπύρος
Μουστακλής υπεβλήθη σε απάνθρωπα βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ και σβήσιμο
τσιγάρων στο σώμα του. Ως αποτέλεσμα αυτών έμεινε παράλυτος και χωρίς
φωνή. Υπήρξε ήρωας αγωνιστής κατά του καθεστώτος των Συνταγματαρχών και η
αιτία για να σταματήσουν τα σκληρά βασανιστήρια που έκανε η Δικτατορία
στους αντιστασιακούς που συλλάμβανε, καθώς ο ίδιος βγήκε μισός άνθρωπος
από το στρατόπεδο του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Η αξιοθαύμαστη για το θάρρος και την
ευγένεια ψυχής που την διακρίνει Χριστίνα Μουστακλή, γυναίκα του Σπύρου
Μουστακλή, μίλησε στο «Κ» για όσα βίωσε στο πλευρό του αείμνηστου
συζύγου της. «Γεννήθηκα το 1939 σε ένα χωριό του νομού Αρκαδίας, το
Αλεποχώρι. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στο χωριό αλλά δεν τον θυμάμαι,
γιατί το 1944 εκτελέστηκε από τους αντάρτες. Η μητέρα μου ασχολείτο με
τα κτήματα. Τελείωσα το δημοτικό σχολείο στο χωριό και έπειτα μαζί με
την αδελφή μου πήγαμε να μείνουμε στην Κομοτηνή στην αδελφή και τον
άνδρα της μητέρας μου, που ήταν οδοντίατρος. Αποφοίτησα από το γυμνάσιο
εκεί και μόλις έκλεισα τα 18 έτη το 1958 μεταβήκαμε στην Αθήνα.»
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥΣ
Στην Κομοτηνή το 1957 η Χριστίνα Μουστακλή γνώρισε για πρώτη φορά τον Σπύρο Μουστακλή, καθώς ήταν οικογενειακός φίλος των θείων της. «Ο Σπύρος Μουστακλής γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1925 και μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Είχε λάβει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας (1952 – 1953) ως υπολοχαγός. Ο Σπύρος, όποτε ερχότανε στην Αθήνα περνούσε και με έβλεπε που φοιτούσα στην Οδοντιατρική Σχολή. Αυτή ήταν η απαρχή της σχέσης μας. Το 1966 αποφοίτησα από την Σχολή. Το 1964 ο Σπύρος Μουστακλης πήρε μετάθεση για την Αθήνα από το Σιδηρόκαστρο που υπηρετούσε. Τοποθετήθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδας (ΚΥΠ αργότερα μετονομάστηκε σε ΕΥΠ) στα Εξάρχεια και έτσι βλεπόμασταν περισσότερο. Από τον Απρίλιο μέχρι το φθινόπωρο του 1965 μετατέθηκε στο Μπογάζι στην Αμμόχωστο της Κύπρου ως Διοικητής Τάγματος με μία μεραρχία που έστειλε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Έπειτα μετατέθηκε στη Σύρο. Όλο αυτό το διάστημα αλληλογραφούσαμε. Οι κυβερνήσεις της Δεξιάς δεν τον συμπαθούσαν, διότι ήταν κεντρώος και από τα δεκαεφτά του έτη είχε πάει στον Εθνικό Δημοκρατικό Εθνικό Σύνδεσμο, που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στην κατοχή. Δεν έκρυβε ποτέ τα αισθήματά του, ήταν ελεύθερος άνθρωπος και για αυτό ταλαιπωρήθηκε με μεταθέσεις. Με ένα τεχνητό επεισόδιο που δημιουργήθηκε στην Κύπρο χρειάστηκε να περάσει πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο ανακριτικό συμβούλιο στην Αθήνα. Η δικτατορία τον Απρίλιο του 1967, λοιπόν, τον βρήκε σε διαθεσιμότητα στην Αθήνα να έχει καταθέσει προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας, για να αναιρεθεί η ποινή της «απόταξης με ενδείξεις» που του είχε επιβληθεί. Με την έλευση της δικτατορίας δεν εξετάστηκε η προσφυγή και στις 13-11-1967 απετάχθη με τον βαθμό του ταγματάρχη ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας.»
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
Η ζωή τους ήταν ιδιαιτέρως ταραχώδης και η σχέση τους πέρασε από αντιξοότητες λόγω των εξοριών που επέβαλε η δικτατορία στον άνδρα της. «Στις 18 Ιουλίου το 1967 παντρευτήκαμε. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους άνοιξα το ιατρείο μου στο Παγκράτι και εκεί γνώρισα και τους άλλους αξιωματικούς που είχαν αρχίσει και δημιουργούσαν οργανώσεις. Με όσα τράβηξε και εκ πεποιθήσεως ήταν λογικό να τοποθετηθεί στην αντίσταση. Ο Σπύρος έφευγε το πρωί και γυρνούσε αργά το βράδυ, η ψυχολογική του κατάσταση ήταν πολύ φορτισμένη και στόχος του ήταν να παύσει η δικτατορία των Συνταγματαρχών. Το 1969 συνελήφθη για πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα με το όνομα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στην Βαρυμπόμπη που οι χουντικοί το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου ένα χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Το καλοκαίρι, εγώ έμεινα έγκυος στην κόρη μας. Όλο αυτό διάστημα πέρασα πάρα πολύ δύσκολα ούσα μόνη μου στην Αθήνα μακριά από την οικογένειά μου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε αφήσανε όλους τους κρατούμενους ελεύθερους. Ο Σπύρος επέστρεψε στην Αθήνα και στις 29 Ιανουαρίου 1972 γεννήθηκε η κόρη μας.»
Ο Σπύρος Μουστακλής, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε την δράση του συμμετέχοντας σε πολλές αντιστασιακές ομάδες. «Από το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας του παρήγγειλαν: «Ξέρουμε ότι όποια πέτρα και αν σηκώσουμε είσαι από κάτω. Αλίμονό σου, αν σε πιάσουμε και δεύτερη φορά. Τότε από εδώ αν φύγεις θα σε σηκώσουν τέσσερις». Το είπαν και το κάνανε, όπως αποδείχθηκε. Εγώ δεν μπορούσα να επέμβω. Άλλωστε τι να του έλεγα να προσκυνήσει τη δικτατορία; Μία φορά μου είπε: «Εσύ έχεις την δουλειά σου, εμάς μας ρωτάς; Βαράς το πτώμα.» Συνεχώς μιλούσε για τα ιδεώδη της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Τον συνέλαβαν όταν ανετράπη το Κίνημα του Ναυτικού, όπου μετείχε. Την Τρίτη 22 Μαΐου 1973, που χρειάστηκε να πάω το παιδί στον ιατρό, ο Σπύρος κατέβηκε κάτω από το σπίτι για να περιμένει έναν βαφέα, καθώς θα μετακομίζαμε στο διπλανό διαμέρισμα. Όταν γύρισα, ρώτησα τη μητέρα μου που είναι και μου είπε ότι δεν ήξερε. Όλο το βράδυ τον περίμενα. Την επομένη ήρθε η αστυνομία με ενημέρωσε ότι τον είχαν συλλάβει και άρχισε να ψάχνει το σπίτι και το ιατρείο μου. Εγώ δεν γνώριζα ποτέ τις κινήσεις του και δεν μου έλεγε τίποτα. Ήθελε να με προστατέψει. Μόνο κάποια άτομα περνούσαν από το ιατρείο μου που ήταν πιο εύκολο και μου άφηναν κωδικοποιημένα μηνύματα.»
47 ΜΕΡΕΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Η Χριστίνα Μουστακλή από τις 22-5-1973 έως τις 11-7-1973 αγωνιούσε, καθώς αγνοούσε που ευρίσκετο ο άνδρας της.«Αρχικά, τον πήγαν στη Γενική Ασφάλεια και έπειτα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Πήγαινα κάθε μέρα μετά στο ιατρείο, πότε με το παιδί, στην πύλη ρούχα και ζητούσα τον Σπύρο Μουστακλή και μου απαντούσαν ότι δεν ήξεραν ποιος είναι αυτός. Έτρεχα παντού και ρωτούσα. Εφημερίδες και σταθμοί, όπως η Deutsche Welle, to ΒΒC έλεγαν ότι δεν υπάρχουν νέα από τον ταγματάρχη Μουστακλή. Έπειτα από 47 μέρες, μου είπαν να περιμένω και βγήκε κάποιος ταγματάρχης Γκίζας που μου δήλωσε ότι ο άνδρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Την Δευτέρα το πρωί, με πήρε από το ΕΑΤ/ΕΣΑ ο γιατρός Κόφας, (που τον φώναζαν γιατρό της ασπιρίνης και της πορτοκαλάδας, καθώς ήταν τα μόνα που χορηγούσε στα άτομα που είχαν προβλήματα υγείας. Ακόμα και στην Αμαλία Φλέμινγκ που είχε ζάχαρο ούτε νερό δεν της δίνανε) με ένα συμβατικό αυτοκίνητο και με πήγαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου μίλησα με τον νευροχειρουργό Δαβαρούκα. Η διαδρομή ως το δωμάτιο μου φάνηκε ατέλειωτη. Στην πτέρυγα νοσηλεύονταν μόνο στρατιωτικοί του Κινήματος του Ναυτικού. Όταν έφθασα στο δωμάτιο ήταν μέσα δύο Εσατζίδες που τον φρουρούσαν. Ο Σπύρος με κατάλαβε αμέσως. Σήκωσα τα σεντόνια και είδα ένα μεγάλο τραύμα στον ώμο, η φτέρνα του ποδιού του ήταν πολύ πρησμένη και οι μηροί του ριγωτοί από τα χτυπήματα με τα γκλοπ. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Στη συνέχεια, κατάλαβα ότι στο ΕΑΤ/ΕΣΑ τον πήγαν το απόγευμα στις 26 Μαΐου όπου ξενύχτησε χτυπώντας τον 6-7 άτομα και την Κυριακή στις 21:00 το βράδυ τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αφού τον είχαν αφήσει επί ώρες λιπόθυμο, πεταμένο στο τσιμέντο με αίματα και ούρα. Μάλιστα, φώναξαν ένα άλλο αξιωματικό που συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού και του έδειξαν αναίσθητο τον Σπύρο λέγοντάς του: «Έλα να δεις τον φίλο σου, έτσι θα σε κάνουμε και σένα». Το κύριο χτύπημα που τον έφερε σε αυτή την κατάσταση με παράλυτη όλη την δεξιά πλευρά και το κέντρο λόγου στον εγκέφαλο ήταν το βάρεμα με ένα κλομπ στην καρωτίδα που δεν επέτρεψε να αιματωθεί σωστά ο εγκέφαλός του. Στην εισαγωγή στο νοσοκομείο του δώσανε το όνομα Μηχαϊλίδης και είπανε ότι ήταν τρακάρισμα στον ιππόδρομο.»
Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ
Υπό τον φόβο ενός σκανδάλου οι δικτάτορες απαγόρευαν τη διάδοση οποιασδήποτε πληροφορίας προς τον έξω κόσμο. «Για το προσωπικό του νοσοκομείου μπορεί να ήταν άγνωστος, αλλά οι ιατροί και ο Γενικός Διευθυντής τον γνωρίζανε, αφού είχαν υπηρετήσει μαζί στην Κορέα. Μία μέρα, λοιπόν, που φώναζα στο νοσοκομείο ο διευθυντής μου είπε «Τι κάνετε έτσι; Και στην Αμερική και στη Ρωσία γίνονται αυτά τα πράγματα. Ε, τέτοιος που ήταν καλά να πάθει. Ήμασταν μαζί και στην Κορέα.». Όταν τους ρωτούσα γιατί δεν ειδοποίησαν μου έλεγαν: «Α, καημένη καλά δεν έχεις τηλέφωνο; Σε παίρναμε και δεν το σήκωνες». Ζήτησα να κάνω ένα ιατρικό συμβούλιο με δικούς μου ιατρούς και μου είπαν «Να το κάνεις, αλλά θα μας δώσεις τα ονόματα των ιατρών να μην είναι του Κορυδαλλού ένοικοι», δηλαδή αντιστασιακοί». «Ο Σπύρος φοβότανε πολύ τους ιατρούς, δεν τους είχε εμπιστοσύνη και δεν επέτρεπε με κανέναν τρόπο να του κάνουν εξετάσεις. Κάθε φορά που διαμαρτυρόμουν ο νευροχειρουργός, ο Δαβαρούκας μου έλεγε: «Τι κάνεις έτσι; Φαίνεται δεν ήταν καλός ο άνδρας σου, για να κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν κοίταζε την οικογένειά του. Αλλά καλά να πάθεις, εσύ τον διάλεξες. Τι φωνάζεις;» Αυτά άκουγα καθημερινά.
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ
Δεχόμουν ψυχολογικό πόλεμο. Στο νοσοκομείο έμεινε μέχρι τις 24 Αυγούστου όπου ο Παπαδόπουλος έδωσε αμνηστία και οι φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Τότε μεταφέραμε τον Σπύρο Μουστακλή στην Πολυκλινική Αθηνών. Μαζί του νοσηλευόταν και ο Αλέκος Παναγούλης που συνοδευόταν από την Οριάνα Φαλάτσι. Στις 12 Δεκεμβρίου τον πήγαμε στο ΚΑΤ. Ο δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος μας βοήθησε και μέσω του Ρόμπερτ Κένεντυ που ενδιαφέρθηκε προσωπικά καταφέραμε να μεταβούμε στην Αμερική για να εξεταστεί και από άλλους ιατρούς. Τότε αυτή η επίσκεψη ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, καθώς η Αμερική είχε στηρίξει την Χούντα και δεν γινόταν να παραδεχτούν ότι υπήρχαν θύματα. Ο Κένεντυ χρειάστηκε να τα βάλει με ολόκληρο το Κογκρέσο. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1974 πήγαμε στην Αμερική σε ένα μεγάλο στρατιωτικό νοσοκομείο. Με τον καιρό και αφού επιστρέψαμε συνέχισε τις φυσιοθεραπείες και κατάφερε να σταθεί κουτσαίνοντας, όμως το χέρι δεν επανήλθε και η ομιλία ήταν περιορισμένη, αλλά θυμότανε και καταλάβαινε».
Η δικαίωσή του ήρθε μέσα από τις τιμές του απλού κόσμου
Η δικαίωση του αγώνα του Σπύρου Μουστακλή ήλθε μόνο μέσω της αγάπης του κόσμου. «Σε πολλά μέρη τον τίμησαν δίνοντας το όνομά του σε πλατείες, φιλοτεχνώντας την προτομή του και ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο δημότη. Στο όνομά του υπάρχουν οδοί στην Πυλαία Θεσσαλονίκης, στην Καλαμαριά, στα Χανιά και το Ηράκλειο Κρήτης, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση, στο Αιγάλεω της Αθήνας κ.α. Το όνομά του δόθηκε στο στρατόπεδο-κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου (Σύνταγμα Πεζικού). Προτομή του έχει αναγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ/ΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα κ.α. Με την πτώση της Χούντας ξεκίνησαν τα στρατοδικεία. Είδαμε τους βασανιστές που ήταν απαθέστατοι και επιθετικοί. Δεν περίσσεψε ούτε μία συγνώμη από έναν. Ο Στ. Παττακός είχε αναφέρει κυνικά «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».
Ο Σπύρος Μουστακλής πέθανε από έμφραγμα στις 28 Απριλίου 1986 σε ηλικία 60 ετών, με βεβαρυμμένο ιστορικό υγείας. «Τώρα κοιτώντας πίσω λέω τόσα φοβερά πράγματα που πέρασα μόνη με το παιδί μου. Ευτυχώς που δεν ζουν σήμερα οι αγωνιστές να δουν την οικονομική δικτατορία που μας έχει επιβληθεί.»
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥΣ
Στην Κομοτηνή το 1957 η Χριστίνα Μουστακλή γνώρισε για πρώτη φορά τον Σπύρο Μουστακλή, καθώς ήταν οικογενειακός φίλος των θείων της. «Ο Σπύρος Μουστακλής γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1925 και μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Είχε λάβει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας (1952 – 1953) ως υπολοχαγός. Ο Σπύρος, όποτε ερχότανε στην Αθήνα περνούσε και με έβλεπε που φοιτούσα στην Οδοντιατρική Σχολή. Αυτή ήταν η απαρχή της σχέσης μας. Το 1966 αποφοίτησα από την Σχολή. Το 1964 ο Σπύρος Μουστακλης πήρε μετάθεση για την Αθήνα από το Σιδηρόκαστρο που υπηρετούσε. Τοποθετήθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών Ελλάδας (ΚΥΠ αργότερα μετονομάστηκε σε ΕΥΠ) στα Εξάρχεια και έτσι βλεπόμασταν περισσότερο. Από τον Απρίλιο μέχρι το φθινόπωρο του 1965 μετατέθηκε στο Μπογάζι στην Αμμόχωστο της Κύπρου ως Διοικητής Τάγματος με μία μεραρχία που έστειλε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Έπειτα μετατέθηκε στη Σύρο. Όλο αυτό το διάστημα αλληλογραφούσαμε. Οι κυβερνήσεις της Δεξιάς δεν τον συμπαθούσαν, διότι ήταν κεντρώος και από τα δεκαεφτά του έτη είχε πάει στον Εθνικό Δημοκρατικό Εθνικό Σύνδεσμο, που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στην κατοχή. Δεν έκρυβε ποτέ τα αισθήματά του, ήταν ελεύθερος άνθρωπος και για αυτό ταλαιπωρήθηκε με μεταθέσεις. Με ένα τεχνητό επεισόδιο που δημιουργήθηκε στην Κύπρο χρειάστηκε να περάσει πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο ανακριτικό συμβούλιο στην Αθήνα. Η δικτατορία τον Απρίλιο του 1967, λοιπόν, τον βρήκε σε διαθεσιμότητα στην Αθήνα να έχει καταθέσει προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας, για να αναιρεθεί η ποινή της «απόταξης με ενδείξεις» που του είχε επιβληθεί. Με την έλευση της δικτατορίας δεν εξετάστηκε η προσφυγή και στις 13-11-1967 απετάχθη με τον βαθμό του ταγματάρχη ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας.»
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ
Η ζωή τους ήταν ιδιαιτέρως ταραχώδης και η σχέση τους πέρασε από αντιξοότητες λόγω των εξοριών που επέβαλε η δικτατορία στον άνδρα της. «Στις 18 Ιουλίου το 1967 παντρευτήκαμε. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους άνοιξα το ιατρείο μου στο Παγκράτι και εκεί γνώρισα και τους άλλους αξιωματικούς που είχαν αρχίσει και δημιουργούσαν οργανώσεις. Με όσα τράβηξε και εκ πεποιθήσεως ήταν λογικό να τοποθετηθεί στην αντίσταση. Ο Σπύρος έφευγε το πρωί και γυρνούσε αργά το βράδυ, η ψυχολογική του κατάσταση ήταν πολύ φορτισμένη και στόχος του ήταν να παύσει η δικτατορία των Συνταγματαρχών. Το 1969 συνελήφθη για πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα με το όνομα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στην Βαρυμπόμπη που οι χουντικοί το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου ένα χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Το καλοκαίρι, εγώ έμεινα έγκυος στην κόρη μας. Όλο αυτό διάστημα πέρασα πάρα πολύ δύσκολα ούσα μόνη μου στην Αθήνα μακριά από την οικογένειά μου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε αφήσανε όλους τους κρατούμενους ελεύθερους. Ο Σπύρος επέστρεψε στην Αθήνα και στις 29 Ιανουαρίου 1972 γεννήθηκε η κόρη μας.»
Ο Σπύρος Μουστακλής, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε την δράση του συμμετέχοντας σε πολλές αντιστασιακές ομάδες. «Από το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας του παρήγγειλαν: «Ξέρουμε ότι όποια πέτρα και αν σηκώσουμε είσαι από κάτω. Αλίμονό σου, αν σε πιάσουμε και δεύτερη φορά. Τότε από εδώ αν φύγεις θα σε σηκώσουν τέσσερις». Το είπαν και το κάνανε, όπως αποδείχθηκε. Εγώ δεν μπορούσα να επέμβω. Άλλωστε τι να του έλεγα να προσκυνήσει τη δικτατορία; Μία φορά μου είπε: «Εσύ έχεις την δουλειά σου, εμάς μας ρωτάς; Βαράς το πτώμα.» Συνεχώς μιλούσε για τα ιδεώδη της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Τον συνέλαβαν όταν ανετράπη το Κίνημα του Ναυτικού, όπου μετείχε. Την Τρίτη 22 Μαΐου 1973, που χρειάστηκε να πάω το παιδί στον ιατρό, ο Σπύρος κατέβηκε κάτω από το σπίτι για να περιμένει έναν βαφέα, καθώς θα μετακομίζαμε στο διπλανό διαμέρισμα. Όταν γύρισα, ρώτησα τη μητέρα μου που είναι και μου είπε ότι δεν ήξερε. Όλο το βράδυ τον περίμενα. Την επομένη ήρθε η αστυνομία με ενημέρωσε ότι τον είχαν συλλάβει και άρχισε να ψάχνει το σπίτι και το ιατρείο μου. Εγώ δεν γνώριζα ποτέ τις κινήσεις του και δεν μου έλεγε τίποτα. Ήθελε να με προστατέψει. Μόνο κάποια άτομα περνούσαν από το ιατρείο μου που ήταν πιο εύκολο και μου άφηναν κωδικοποιημένα μηνύματα.»
47 ΜΕΡΕΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Η Χριστίνα Μουστακλή από τις 22-5-1973 έως τις 11-7-1973 αγωνιούσε, καθώς αγνοούσε που ευρίσκετο ο άνδρας της.«Αρχικά, τον πήγαν στη Γενική Ασφάλεια και έπειτα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Πήγαινα κάθε μέρα μετά στο ιατρείο, πότε με το παιδί, στην πύλη ρούχα και ζητούσα τον Σπύρο Μουστακλή και μου απαντούσαν ότι δεν ήξεραν ποιος είναι αυτός. Έτρεχα παντού και ρωτούσα. Εφημερίδες και σταθμοί, όπως η Deutsche Welle, to ΒΒC έλεγαν ότι δεν υπάρχουν νέα από τον ταγματάρχη Μουστακλή. Έπειτα από 47 μέρες, μου είπαν να περιμένω και βγήκε κάποιος ταγματάρχης Γκίζας που μου δήλωσε ότι ο άνδρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Την Δευτέρα το πρωί, με πήρε από το ΕΑΤ/ΕΣΑ ο γιατρός Κόφας, (που τον φώναζαν γιατρό της ασπιρίνης και της πορτοκαλάδας, καθώς ήταν τα μόνα που χορηγούσε στα άτομα που είχαν προβλήματα υγείας. Ακόμα και στην Αμαλία Φλέμινγκ που είχε ζάχαρο ούτε νερό δεν της δίνανε) με ένα συμβατικό αυτοκίνητο και με πήγαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου μίλησα με τον νευροχειρουργό Δαβαρούκα. Η διαδρομή ως το δωμάτιο μου φάνηκε ατέλειωτη. Στην πτέρυγα νοσηλεύονταν μόνο στρατιωτικοί του Κινήματος του Ναυτικού. Όταν έφθασα στο δωμάτιο ήταν μέσα δύο Εσατζίδες που τον φρουρούσαν. Ο Σπύρος με κατάλαβε αμέσως. Σήκωσα τα σεντόνια και είδα ένα μεγάλο τραύμα στον ώμο, η φτέρνα του ποδιού του ήταν πολύ πρησμένη και οι μηροί του ριγωτοί από τα χτυπήματα με τα γκλοπ. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Στη συνέχεια, κατάλαβα ότι στο ΕΑΤ/ΕΣΑ τον πήγαν το απόγευμα στις 26 Μαΐου όπου ξενύχτησε χτυπώντας τον 6-7 άτομα και την Κυριακή στις 21:00 το βράδυ τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αφού τον είχαν αφήσει επί ώρες λιπόθυμο, πεταμένο στο τσιμέντο με αίματα και ούρα. Μάλιστα, φώναξαν ένα άλλο αξιωματικό που συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού και του έδειξαν αναίσθητο τον Σπύρο λέγοντάς του: «Έλα να δεις τον φίλο σου, έτσι θα σε κάνουμε και σένα». Το κύριο χτύπημα που τον έφερε σε αυτή την κατάσταση με παράλυτη όλη την δεξιά πλευρά και το κέντρο λόγου στον εγκέφαλο ήταν το βάρεμα με ένα κλομπ στην καρωτίδα που δεν επέτρεψε να αιματωθεί σωστά ο εγκέφαλός του. Στην εισαγωγή στο νοσοκομείο του δώσανε το όνομα Μηχαϊλίδης και είπανε ότι ήταν τρακάρισμα στον ιππόδρομο.»
Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ
Υπό τον φόβο ενός σκανδάλου οι δικτάτορες απαγόρευαν τη διάδοση οποιασδήποτε πληροφορίας προς τον έξω κόσμο. «Για το προσωπικό του νοσοκομείου μπορεί να ήταν άγνωστος, αλλά οι ιατροί και ο Γενικός Διευθυντής τον γνωρίζανε, αφού είχαν υπηρετήσει μαζί στην Κορέα. Μία μέρα, λοιπόν, που φώναζα στο νοσοκομείο ο διευθυντής μου είπε «Τι κάνετε έτσι; Και στην Αμερική και στη Ρωσία γίνονται αυτά τα πράγματα. Ε, τέτοιος που ήταν καλά να πάθει. Ήμασταν μαζί και στην Κορέα.». Όταν τους ρωτούσα γιατί δεν ειδοποίησαν μου έλεγαν: «Α, καημένη καλά δεν έχεις τηλέφωνο; Σε παίρναμε και δεν το σήκωνες». Ζήτησα να κάνω ένα ιατρικό συμβούλιο με δικούς μου ιατρούς και μου είπαν «Να το κάνεις, αλλά θα μας δώσεις τα ονόματα των ιατρών να μην είναι του Κορυδαλλού ένοικοι», δηλαδή αντιστασιακοί». «Ο Σπύρος φοβότανε πολύ τους ιατρούς, δεν τους είχε εμπιστοσύνη και δεν επέτρεπε με κανέναν τρόπο να του κάνουν εξετάσεις. Κάθε φορά που διαμαρτυρόμουν ο νευροχειρουργός, ο Δαβαρούκας μου έλεγε: «Τι κάνεις έτσι; Φαίνεται δεν ήταν καλός ο άνδρας σου, για να κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν κοίταζε την οικογένειά του. Αλλά καλά να πάθεις, εσύ τον διάλεξες. Τι φωνάζεις;» Αυτά άκουγα καθημερινά.
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ
Δεχόμουν ψυχολογικό πόλεμο. Στο νοσοκομείο έμεινε μέχρι τις 24 Αυγούστου όπου ο Παπαδόπουλος έδωσε αμνηστία και οι φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Τότε μεταφέραμε τον Σπύρο Μουστακλή στην Πολυκλινική Αθηνών. Μαζί του νοσηλευόταν και ο Αλέκος Παναγούλης που συνοδευόταν από την Οριάνα Φαλάτσι. Στις 12 Δεκεμβρίου τον πήγαμε στο ΚΑΤ. Ο δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος μας βοήθησε και μέσω του Ρόμπερτ Κένεντυ που ενδιαφέρθηκε προσωπικά καταφέραμε να μεταβούμε στην Αμερική για να εξεταστεί και από άλλους ιατρούς. Τότε αυτή η επίσκεψη ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, καθώς η Αμερική είχε στηρίξει την Χούντα και δεν γινόταν να παραδεχτούν ότι υπήρχαν θύματα. Ο Κένεντυ χρειάστηκε να τα βάλει με ολόκληρο το Κογκρέσο. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1974 πήγαμε στην Αμερική σε ένα μεγάλο στρατιωτικό νοσοκομείο. Με τον καιρό και αφού επιστρέψαμε συνέχισε τις φυσιοθεραπείες και κατάφερε να σταθεί κουτσαίνοντας, όμως το χέρι δεν επανήλθε και η ομιλία ήταν περιορισμένη, αλλά θυμότανε και καταλάβαινε».
Η δικαίωσή του ήρθε μέσα από τις τιμές του απλού κόσμου
Η δικαίωση του αγώνα του Σπύρου Μουστακλή ήλθε μόνο μέσω της αγάπης του κόσμου. «Σε πολλά μέρη τον τίμησαν δίνοντας το όνομά του σε πλατείες, φιλοτεχνώντας την προτομή του και ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο δημότη. Στο όνομά του υπάρχουν οδοί στην Πυλαία Θεσσαλονίκης, στην Καλαμαριά, στα Χανιά και το Ηράκλειο Κρήτης, στο Ίλιον, στη Λυκόβρυση, στο Αιγάλεω της Αθήνας κ.α. Το όνομά του δόθηκε στο στρατόπεδο-κέντρο νεοσυλλέκτων του Μεσολογγίου (Σύνταγμα Πεζικού). Προτομή του έχει αναγερθεί στα πρώην κρατητήρια του ΕΑΤ/ΣΑ (σήμερα πάρκο Ελευθερίας) στην Αθήνα κ.α. Με την πτώση της Χούντας ξεκίνησαν τα στρατοδικεία. Είδαμε τους βασανιστές που ήταν απαθέστατοι και επιθετικοί. Δεν περίσσεψε ούτε μία συγνώμη από έναν. Ο Στ. Παττακός είχε αναφέρει κυνικά «Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί».
Ο Σπύρος Μουστακλής πέθανε από έμφραγμα στις 28 Απριλίου 1986 σε ηλικία 60 ετών, με βεβαρυμμένο ιστορικό υγείας. «Τώρα κοιτώντας πίσω λέω τόσα φοβερά πράγματα που πέρασα μόνη με το παιδί μου. Ευτυχώς που δεν ζουν σήμερα οι αγωνιστές να δουν την οικονομική δικτατορία που μας έχει επιβληθεί.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου