Το μεγάλο πρόβλημα που χώριζε τα δύο αδέλφια ήταν ότι ο μικρός ήταν αιώνιος φοιτητής πριν ακόμα επινοηθεί ο όρος και όλα αυτά τα χρόνια ζούσε εις βάρος του πρωτότοκου. Σε όλο το έργο ο θυμωμένος Κωνσταντάρας τα έψελνε στον ψευτοκακομοιράκο Τζανετάκο γιατί δεν διάβαζε να πάρει πτυχίο αλλά κυνηγούσε τον ποδόγυρο, τα ποτά και τα κορίτσια.
Ο μικρός εύρισκε απίθανες δικαιολογίες για την πολυετή καθυστέρηση, με αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα, αλλά ο στιβαρός αδελφός, απόλυτα προβλέψιμος και επίπεδος σε όλα του, δεν καταλάβαινε από αυτά. Απαιτούσε αταλάντευτα το αυτονόητο, έκπληκτος από την έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα του αδελφού του. Και όπως θυμάστε η σφαλιάρα στο σβέρκο του πονηρούλη νεαρού έπεφτε σύννεφο. Αυτό το έργο θυμήθηκα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου