Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη Φίλιππου Σαχινίδη στον Ρ/Σ Αθήνα 9.84 Οι ρυθμίσεις των φορολογικων και σφαλιστικων υποχρεωσεων ειναι εκτος πραγματικοτητας

 

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής μας γραμμής είναι ο πρώην Υπουργός Οικονομικών και υπεύθυνος του Τομέα Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Βουλευτής Ν. Λάρισας, κύριος Φίλιππος Σαχινίδης. Καλή σας ημέρα.
 
Καλημέρα σας.
 
Βρισκόμαστε την επόμενη μέρα των ανακοινώσεων για το ποσοστό του χρέους, στο 160,5% του ΑΕΠ έχει σκαρφαλώσει. Τι μπορεί να γίνει για την βιωσιμότητά του; Εκτιμάτε ότι, αυτές οι προσδοκίες που καλλιεργούνται ώστε να μπορεί να υπάρξει μία λύση κουρέματος μετά τις γερμανικές εκλογές, είναι προσδοκίες βάσιμες;
 
Ας ξεκινήσουμε από μία διαπίστωση, νομίζω ότι και εσείς στον πρόλογό σας το αναφέρατε. Ότι το χρέος, στα παρόντα επίπεδα, δεν θεωρείται από τις αγορές βιώσιμο. Και επιμένω στην έκφραση «δεν θεωρείται από τις αγορές βιώσιμο» διότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ένα συγκεκριμένο κανόνα που ορίζει ποιο επίπεδο χρέους είναι βιώσιμο και ποιο δεν είναι. Είναι περισσότερο ένα θέμα το οποίο καθορίζεται από τη στάση των αγορών απέναντι στη χώρα, η οποία θέλει να δανειστεί. Η εκτίμηση που υπάρχει, με βάση και τα επιτόκια τα οποία ισχύουν, τις αποδόσεις που ισχύουν αυτή τη στιγμή για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, είναι κατά τη γνώμη μου ότι οι αγορές θεωρούν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Και ότι, ανεξάρτητα από το πόσο χαμηλά είναι τα επιτόκια με τα οποία εξυπηρετείται, είναι πάρα πολύ δύσκολο για την Ελλάδα στα παρόντα επίπεδα επιτοκίων, να βγει έξω στις αγορές για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της. Θα πρέπει να πέσουν, δηλαδή, αρκετά τα επιτόκια για να μπορέσει η Ελλάδα να βγει στις αγορές. Με βάση, λοιπόν, αυτή την παραδοχή όλοι λέμε ότι θα πρέπει να παρθούν αποφάσεις, οι οποίες θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο. Ποιες είναι αυτές οι αποφάσεις; Η πιο ριζοσπαστική, αν θέλετε, θα ήταν μια νέα περικοπή του χρέους. Δηλαδή, να μειωθεί ακόμη περισσότερο στα πρότυπα της προηγούμενης περικοπής, που οδηγηθήκαμε ουσιαστικά σε μια περικοπή του διαπραγματεύσιμου τμήματος του χρέους, περίπου κατά 53%. Περίπου, δεν ήταν ακριβώς 53%. Αυτό, όπως ξέρετε, αντιμετωπίζει ως προοπτική πάρα πολλές δυσκολίες, γιατί αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρους του χρέους μας είναι ένα χρέος διμερές, χρέος που έχουμε δηλαδή με άλλες χώρες, οι οποίες έσπευσαν στα πλαίσια του ελληνικού μηχανισμού να μας δανείσουν και οι οποίες τώρα θα έβρισκαν πολύ μεγάλες δυσκολίες να πάνε στους φορολογούμενους των χωρών τους και να τους πουν ότι «δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της και επομένως θα πρέπει να το μειώσουμε». Άλλες εναλλακτικές επιλογές είναι, να μειωθεί ακόμη περισσότερο το επιτόκιο με το οποίο εξυπηρετείται το ελληνικό χρέος. Δηλαδή, παρά το γεγονός, ότι αυτή τη στιγμή τα δάνεια το οποία παίρνουμε από τους εταίρους, τα επιτόκια είναι στα επίπεδα του 2 – 2,5%, να το μειώσουν ακόμη περισσότερο. Μια άλλη επιλογή είναι, να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή τους. Δηλαδή, ουσιαστικά, να γίνει τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας η επιμήκυνση των χρεών αυτών, να μας οδηγήσει σε επιμήκυνση μεγάλης χρονικής διάρκειας που θα καταστήσει το χρέος, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονται οι αγορές, ως ένα χρέος που η Ελλάδα θα μπορεί να το εξυπηρετήσει. Διότι αν έχουμε χαμηλά επιτόκια και έχουμε πολύ μεγάλης χρονικής διάρκειας χρέος, προφανώς η στάση των αγορών θα είναι διαφορετική απέναντι στην Ελλάδα.
 
Υπάρχει και αυτή η επιλογή του να μην προσμετρούνται και αυτό το ποσό των 50 δις που χρειάστηκαν οι τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση;
 
Πολύ σωστά. Υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο. Άλλωστε, μιας και αναφερθήκατε στην εισαγωγή σας στο γεγονός της αύξησης του χρέους σε σχέση και με τα περσινά δεδομένα, ένα σημαντικό μέρος - μετά την απομείωση που προκλήθηκε με το P.S.I. - από την αύξηση οφείλεται στην προσμέτρηση των 48 κοντά 50 δισεκατομμυρίων, που δανείστηκε η χώρα, προκειμένου να προχωρήσει στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Και αυτό έχει τη δική του σημασία, και θέλω να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο, διότι η εναλλακτική του δανεισμού για να προχωρήσουμε στην ανακεφαλαιοποίηση των χωρών, θα ήταν να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Ελλάδας ό,τι συνέβη στην Κύπρο. Δηλαδή, θα μπορούσαν τότε να είχαν αποφασίσει αλλά δεν το έκαναν κι αυτό είναι –αν θέλετε - ένα από τα θετικά σημεία του δευτέρου οικονομικού προγράμματος που είχε συζητήσει η Κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου τότε, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2012, ότι μας έδωσαν αυτά τα 50 δισεκατομμύρια, με αυτά έγινε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και δεν τέθηκαν σε εφαρμογή οι αποφάσεις που τέθηκαν αργότερα στην Κύπρο και που έλεγαν ότι “Για να μπορέσουμε να στηρίξουμε το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να προχωρήσουμε σε απομείωση, πρώτον των μετόχων, τις αξίες που έχουν οι μέτοχοι στις τράπεζες, δεύτερον αυτών που κατέχουν ομόλογα που έχουν εκδώσει οι τράπεζες και τρίτον των καταθέσεων που έχουν οι ίδιοι οι καταθέτες.
 
Το ρίσκο, δηλαδή, των καταθετών με την έννοια και των μετόχων.
 
Ακριβώς.
 
Να πάμε στο δεύτερο μέρος της ερώτησης που αφορούσε στις προσδοκίες σε ό, τι αφορά στις γερμανικές εκλογές. Το λέω αυτό, κύριε Σαχινίδη, με την εμπειρία που έχετε αποκομίσει και γνωρίζετε τον τρόπο με τον οποίο μιλούν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ήταν τόσο κατηγορηματικές οι δεσμεύσεις του Βόλχμαν Σόιμπλε, η αντίδραση του Bόλχμαν Σόιμπλε , όταν είπε ότι αυτή η συζήτηση για το κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν πρέπει καν να γίνεται. Αλλά και η αναφορά, ένα εικοσιτετράωρο μετά, της Άγκελα Μέρκελ, ότι κούρεμα του ελληνικού χρέους θα κάνει ζημιά στην ευρωζώνη διότι θα δημιουργήσει τεράστιο ζήτημα αναξιοπιστίας της προς τις αγορές, δημιουργούν ένα περίβλημα, που αναρωτιέμαι, αν οι προσδοκίες που κατά καιρούς καλλιεργούνται ότι κάτι μπορεί να συμβεί μετά τις γερμανικές εκλογές, σε αυτό το κομμάτι του χρέους, είναι βάσιμες;
 
Θεωρώ ότι, γενικά, οι προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί εδώ στην Ελλάδα, για θετικές αποφάσεις σε ό, τι αφορά την πορεία του προγράμματος της οικονομικής πολιτικής στη χώρας μας, είναι υπερεκτιμημένες. Θα έλεγα ότι μετά τις γερμανικές εκλογές, είναι πολύ πιθανό να δούμε, μια πιο σκληρή – αν θέλετε - στάση από την μεριά της Γερμανίας. Σε ό, τι αφορά τις δηλώσεις που έκανε ο κ. Σόιμπλε με την κ. Μέρκελ…
 
Σκληρή στάση με την έννοια της πολιτικής ενδυνάμωσης αλλά και των γενικότερων ανακατατάξεων και διεργασιών που βρίσκονται και στο πλαίσιο της Ευρωζώνης; Δηλαδή, καλοκαίρι του 2014 τραπεζική ένωση. Ενδεχομένως, να υπάρξει δηλαδή μία διπλή γραμμή από την πλευρά της Γερμανίας, να είναι πιο διαλλακτική στα ζητήματα της ευρωπαϊκής της εμβάθυνσης και περισσότερο σκληρή στα ζητήματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε ό, τι αφορά το ελληνικό πρόβλημα;
 
Νομίζω σε ό, τι αφορά τα δημοσιονομικά ζητήματα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει γίνει κάποια πρόοδος. Παρόλα αυτά, εάν είναι να προχωρήσουμε σε αυτό που λέμε, αμοιβαιοποίηση του χρέους, θα πρέπει να γίνουν πάρα πολλές υποχωρήσεις. Λέω αμοιβαιοποίηση, αλλά ίσως δεν μας καταλαβαίνουν οι ακροατές, εννοώ να μπορεί να εκδίδει η Ευρώπη πλέον ευρωομόλογα ή να πρέπει να εγγυηθεί η Ευρώπη, για παράδειγμα, το χρέος των υπολοίπων χωρών. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να γίνουν αρκετές υποχωρήσεις, σε ό, τι αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα των χωρών μελών της ευρωζώνης, υποχωρήσεις και παραχωρήσεις σε δημοσιονομικά θέματα, οι οποίες, επί του παρόντος, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν, δεδομένου ότι στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης έχουμε μία ενίσχυση των κομμάτων με εθνικιστικές θέσεις και όχι το αντίθετο. Σε ό, τι αφορά τώρα τους Γερμανούς, αντιλαμβάνεστε ότι παραμονές εκλογών και τη στιγμή που η καγκελάριος της Γερμανίας η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόιμπλε θέλουν να παρουσιάσουν μία θετική εικόνα στους Γερμανούς φορολογούμενους και ψηφοφόρους αναφορικά με την πορεία επίτευξης των προγραμμάτων, θα ήταν δύσκολο να βγουν και να πουν παραμονές εκλογών στους ψηφοφόρους τους, ότι «παρά το ό, τι κάναμε για την Ελλάδα δεν τα καταφέραμε και ίσως χρειαστεί να κουρέψουμε το χρέος το διμερές το οποίο έχουμε μαζί με τους Έλληνες». Γι’ αυτό και ήταν τόσο κατηγορηματικά αντίθετος ο κύριος Σόιμπλε αλλά και η κυρία Μέρκελ. Θα πρέπει όμως να συνυπολογίσετε και μία άλλη επισήμανση που έγινε από την πλευρά του κυρίου Σόιμπλε. Ξέρετε, τα χρήματα το 2014 τελειώνουν. Η Ελλάδα το 2014 θα πρέπει να κάνει μία από τις ακόλουθες δύο επιλογές: ή θα επιλέξει να βγει έξω στις αγορές να δανειστεί και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δανειστεί με επιτόκια της τάξης του 5%, του 6%. Είναι επιτόκια τα οποία, εν πάση περιπτώσει, θεωρούνται δημοσιονομικά «καταστροφικά», είναι πολύ υψηλά, όμως θα πρέπει να βγεις να δανειστείς με τέτοια περίπου επιτόκια - η Πορτογαλία που έκανε κάποια προσπάθεια δεν είχε κάποια καλύτερη επίδοση σε ό, τι αφορά τα επιτόκια με τα οποία δανείστηκε - ή θα πρέπει να ζητήσουμε ένα νέο πρόγραμμα, ένα τρίτο πρόγραμμα και επομένως δεν μπορεί να ζητείται περικοπή χρέους.
 
Νέο πακέτο, χρηματοδοτικό.
 
… βεβαίως, με πολύ χαμηλά επιτόκια του 2-2,5%. Κάποιες φορές, έχω απευθυνθεί δημόσια, προς όλα τα κόμματα τα οποία έχουν μία στάση ενάντια στο μνημόνιο και λέω, δεν χρειάζονται εκλογές για να φύγει το μνημόνιο, διότι δεν θα προλάβουν να μεσολαβήσουν εκλογές, πιθανότατα το δίλημμα - να ζητήσουμε χρήματα με χαμηλά επιτόκια ή να απαλλαγούμε από το μνημόνιο -να πρέπει να το αντιμετωπίσουμε από την παρούσα Βουλή και θα πρέπει, λοιπόν, να καταθέσουν τις απόψεις τους. Τι είναι προτιμότερο; Να πάρουμε τα χρήματα που μας δίνουν οι εταίροι μας με 2-2,5% ή να καταφύγουμε στις αγορές με επιτόκια της τάξης του 6-6,5%;
 
Εάν ακολουθήσουμε το δεύτερο σενάριο, κύριε Σαχινίδη, δηλαδή, καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό με ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Με ένα νέο χρηματοδοτικό πακέτο. Αυτό, δε σημαίνει και νέα μέτρα;
 
Εκ των πραγμάτων ναι, αλλά όχι μέτρα που μπορεί να έχουν σχέση κατ’ ανάγκη με μισθούς και με συντάξεις, όπως πολλές φορές έχουμε ταυτίσει τους όρους οι οποίοι συνοδεύουν τα προγράμματα, το πρώτο και το δεύτερο τουλάχιστον. Τα μέτρα αυτά, θα μπορούσαν να είναι μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι και τα χρήματα τα οποία απαιτούνται για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό της Ελλάδος δεν είναι του ύψους που έχουμε, ήδη, δανειστεί, το πρώτο πρόγραμμα είχε 110 δισεκατομμύρια και το δεύτερο πρόγραμμα είχε 130 δισεκατομμύρια. Θα πρέπει κάποια στιγμή, όσο και αν δεν μπορούν να το δεχθούν οι εταίροι, να συνειδητοποιήσουν ότι στην Ελλάδα, ο κύκλος της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, όχι μόνο έχει ολοκληρωθεί αλλά έχει παράξει και τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τι εννοώ…
 
Με την έννοια της μείωσης του ελλείμματος;
 
Όχι μόνο ως προς την μείωση του ελλείμματος. Το έλλειμμα, μπορούμε να το διαχωρίσουμε σε δύο τμήματα. Στο διαρθρωτικό και σ’ εκείνο το κομμάτι του, το οποίο οφείλεται στους κύκλους της οικονομίας. Εάν πάρουμε λοιπόν το πρωτογενές ισοζύγιο, δηλαδή τη σχέση εσόδων-εξόδων στις οποίες όμως δεν προσμετρούνται οι τόκοι, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα έχει μηδενίσει το πρωτογενές διαρθρωτικό ισοζύγιο. Που σημαίνει αυτό, ότι έχουν εξαλειφθεί όλοι οι διαρθρωτικοί παράγοντες που δημιουργούσαν τα διαρθρωτικά ελλείμματα και αυτή τη στιγμή το μόνο πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Ελλάδα, είναι ένα πρόβλημα το οποίο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός της βαθιάς ύφεσης. Υπενθυμίζω ότι, ακόμη και αυτή τη στιγμή που συζητούμε, εξαιτίας και του εμπροσθοβαρούς προγράμματος που ακολούθησε η χώρα μας το 2013, η χώρα μας θα έχει μία ύφεση, που ανάλογα με τις εκτιμήσεις που κάποιος θα υιοθετήσει, αυτή μπορεί να κυμανθεί κάπου μεταξύ 4 και 5%. Η πιο απαισιόδοξη, είναι στο 5%.
 
Αυτό οφείλεται νομίζω και στο γεγονός ότι υπάρχει χρηματοδοτικό κενό και στον ιδιωτικό τομέα.
 
 
Να ολοκληρώσω την προηγούμενη φράση μου. Έλεγα λοιπόν, ότι έχοντας η Ελλάδα συμπληρώσει την προσπάθεια της στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών παραγόντων που δημιουργούν τα ελλείμματα, ήρθε η ώρα πλέον, η έμφαση να δοθεί στην ανάπτυξη. Δηλαδή, θα πρέπει η χώρα μας από εδώ και πέρα σε συνεργασία πάντοτε και με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, να επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στο πώς θα επαναφέρει την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να συνεχίσει και τη δημοσιονομική της προσαρμογή αλλά να αντιμετωπίσει και το μεγαλύτερο πλέον πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή εκτεθειμένη η ελληνική Οικονομία που είναι το πρόβλημα της ανεργίας. Έχουμε 1 εκατομμύριο επιπλέον ανέργους σε σχέση μ’ αυτούς που είχαμε πριν από την κρίση.
 
 
Κύριε Σαχινίδη, επειδή η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο από το δεύτερο κύκλο της κρίσης και μετά, νομίζω από το 2010 και μετά, είναι από τα ζητήματα, τα οποία μπήκαν στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης, υπάρχουν εδώ συγκεκριμένα δεδομένα. Η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει από συγκεκριμένους τομείς, φαντάζομαι, που δεν είναι άλλος από τα επενδυτικά σχέδια τα οποία μπορούν να υλοποιηθούν. Την ίδια στιγμή - διορθώστε με, αν είναι υπεραπλουστευμένος ο συλλογισμός μου – υπάρχει ένα ζήτημα πολύ μεγάλης αδυναμίας ρευστότητας στην ελληνική αγορά. Οι τράπεζες δε δανείζουν. Και υπάρχει και ένα συγκεκριμένο ποσό, νομίζω πολύ μικρότερο απ’ όσο ενδεχομένως χρειαζόμαστε, από το ΕΣΠΑ. Πώς μπορεί να προέλθει η ανάπτυξη, όταν τραπεζική ρευστότητα δεν υπάρχει, χρηματοδοτικό κενό στον ιδιωτικό τομέα είναι πάρα πολύ έντονο. Και άρα, πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο κύκλος της ύφεσης; Πώς μπορούν να έρθουν οι επενδύσεις;
 
 
Κάνετε μία καίρια επισήμανση, σε ότι αφορά τις προοπτικές που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία για να μπορέσει να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και είναι ένα από τα σημεία στα οποία επικεντρώνω πάρα πολύ και εστιάζω την κριτική μου απέναντι σε επιλογές που φαίνεται να εκπορεύονται και από την τρόικα. Δηλαδή, το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μία συζήτηση για το αν η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει μία ανάπτυξη, η οποία όμως δε θα συνοδεύεται ή δε θα στηρίζεται από μία πιστωτική επέκταση. Συγχωρήστε με, θα χρησιμοποιήσω έναν αγγλικό όρο. Είναι το “creditless growth”. Θεωρώ ότι αυτή είναι μία εντελώς αβάσιμη και λανθασμένη προσέγγιση για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα στην Ελλάδα να δημιουργηθούν, από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, εκείνοι οι πόροι που είναι αναγκαίοι για να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους προγράμματα. Γιατί, έχουμε τεράστιο πρόβλημα στον τομέα της κατανάλωσης. Δηλαδή, δεν πρόκειται ξαφνικά οι καταναλωτές να αρχίσουν να καταναλώνουν, έτσι ώστε να αυξηθούν οι πωλήσεις, να αυξηθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων και επομένως ένα μέρος από τα κέρδη να τα κρατήσουν για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους. Αυτή η συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει. Πρόσφατα, ήρθε ένας γνωστός Γερμανός οικονομολόγος, ο οποίος, άτυπα αν θέλετε, εκφράζει και τις απόψεις που κυριαρχούν αυτή τη στιγμή σε ορισμένους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και σε ορισμένες χώρες, ο κ. Daniel Gross, ο οποίος έκανε και μία παρουσίαση. Λίγο ή πολύ, οι άνθρωποι αυτοί, υποστηρίζουν την άποψη ότι η Ελλάδα, θα πρέπει να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις για να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις. Είμαι ακριβώς απέναντι σ’ αυτήν την άποψη. Πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει, να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό. Επενδύσεις, οι οποίες θα φέρουν και ρευστότητα στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα θα φέρουν και τεχνογνωσία και θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ήδη, η αυξημένη φορολογία, που έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια, έχει στερήσει από τα νοικοκυριά τη δυνατότητα να συντηρήσουν τα προηγούμενα επίπεδα κατανάλωσης. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή, τα νοικοκυριά βρίσκονται με ένα πρόβλημα αδυναμίας χρηματοδότησης των υποχρεώσεών τους.
 
 
Υπάρχει και πρόβλημα αδυναμίας να ανταπεξέλθουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Αναρωτιέμαι - εσείς με την εικόνα και την εμπειρία που έχετε – όλος αυτός ο κύκλος των φορολογικών υποχρεώσεων, πιστεύετε, ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να ανταποκριθεί; Και άρα, αυτά τα οποία έχουν προαποφασιστεί ότι θα αποτελέσουν δημόσια έσοδα, να ανταποκριθεί ο αριθμός στην πραγματικότητα;
 
 
Έχω μεγάλες επιφυλάξεις για τη δυνατότητα να ανταποκριθούν οι φορολογούμενοι σε τόσες πολλές υποχρεώσεις, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και έχω ζητήσει επανειλημμένως από τους υπεύθυνους να δούνε δύο κομβικά ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα, είναι το ζήτημα της κατανομής των φορολογικών βαρών μέσα στο χρόνο. Δηλαδή, να γίνεται έτσι η κατανομή, είτε όταν αυτό αφορά την αποστολή των φορολογικών υποχρεώσεων, όπως είναι ο φόρος για την ακίνητη περιουσία, είτε τώρα, όπως γίνεται με τις καθυστερημένες υποβολές φορολογικών δηλώσεων των μισθωτών και των συνταξιούχων, να γίνονται με τέτοιο τρόπο οι αποστολές ή οι κατανομές, ώστε να μπορούν οι πολίτες να ανταποκριθούν και να έχουν το περιθώριο να έχουν, όσο το δυνατόν, περισσότερες δόσεις προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους.
 
 
Κύριε Σαχινίδη πείτε μου το δεύτερο, με τίτλο, γιατί πρέπει να διακόψω.
 
 
Το δεύτερο, λοιπόν, που έχω ζητήσει είναι να επανεξετάσουν τις ρυθμίσεις για τις ληξιπρόθεσμες φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές, διότι αποδεικνύεται πλέον από την πράξη, ότι οι φορολογούμενοι και όλοι αυτοί οι οποίοι είχαν υποχρεώσεις τόσο φορολογικές, όσο και ασφαλιστικές δεν επωφελήθηκαν από τις πρόσφατες ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές, είναι εκτός πραγματικότητας, εκτός δηλαδή δεδομένων που ισχύουν στην αγορά και γι’ αυτό και δεν πρόκειται να εξασφαλίσουμε όλα εκείνα τα έσοδα τα φορολογικά και όλα τα έσοδα τα ασφαλιστικά από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές που είχαμε αρχικά προϋπολογίσει, λόγω των αντικειμενικών αδυναμιών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου