Η πρόσφατη δήλωση του Ευρωπαίου Κεντρικού Τραπεζίτη, Μάριο Ντράγκι, «Όχι πρόγραμμα, όχι αγορές» ήρθε για μια ακόμη φορά να επιβεβαιώσει την έλλειψη ρεαλιστικής πολιτικής απεμπλοκής της χώρας από το Μνημόνιο. Η προσέγγιση της Ελληνικής πλευράς που μέχρι σήμερα είχε ακολουθηθεί ήταν καθαρά λογιστική και αφορούσε στην εκδίωξη του ΔΝΤ καθώς το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας από την εν λόγω πηγή ήταν το πλησιέστερο στο τρέχον κόστος δανεισμού από τις αγορές...
Στόχος αποτέλεσε ο κατευνασμός του εσωτερικού κοινού, αγνοώντας όμως τον αδιάλειπτο έλεγχο των αγορών. Παρά το ευνοϊκό προφίλ λήξεων του Ελληνικού Χρέους που κυβερνητικοί εταίροι ευρύτερα διαλαλούν, αγνοείται συστηματικά το γεγονός ότι το ύψος του χρέους είναι απαγορευτικό για μια χώρα σε παρατεταμένη ύφεση, καθώς ξεπερνά κατά πολύ το 120% που είναι το κατά ΔΝΤ ορόσημο βιωσιμότητας.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που πρέπει να φροντίζουμε στο επόμενο διάστημα να αναχρηματοδοτούμε-ανακυκλώνουμε τα δάνεια μας με το χαμηλότερο δυνατό κόστος δηλαδή με χρηματοδότηση μέσω ενός προγράμματος που στην περίπτωση της Ελλάδας είναι περίπου 2% μεσοσταθμικά μέχρι σήμερα.
Σε αντίθετη περίπτωση δηλαδή μέσω δανεισμού από τις αγορές θα δημιουργηθεί πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος το οποίο θα διαταράξει την πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά και τις πεποιθήσεις των αγορών.
Η απόφαση του Κεντρικού Τραπεζίτη ήρθε να τονίσει αυτή την ορθολογική διέξοδο η οποία όμως δεν είναι αυτονόητη για το πολιτικό προσωπικό το οποίο προσβλέπει σε βραχυχρόνια πολιτικά οφέλη. Είναι πολύ διαφορετικό να βγαίνει κανείς στις αγορές με μικρά ποσά, προκειμένου να κατασκευάσει μια καμπύλη αποδόσεων που θα κατανέμει αποτελεσματικά ρίσκο για διαφορετικό προφίλ επενδυτών και διαφορετικό να υποστηρίζεται η πλήρης απεμπλοκή από το μνημόνιο όπως μέχρι τώρα το γνωρίζαμε.
Και είναι εξίσου υποκριτικό το πολιτικό προσωπικό της χώρας να μην ενημερώνει τους πολίτες για την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική πολιτική που υποχρεούται να χαράξει και η οποία δεν είναι άλλη από τον Νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ένα σύμφωνο προσανατολισμένο στην επίτευξη πλεονασμάτων και στην απομόχλευση της Οικονομίας.
Πόσο αληθινές πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και οικονομικές επιλογές κάνουμε ως πολίτες αγνοώντας αυτές τις σημαντικές δημοσιονομικές (και όχι μόνο) προοπτικές; Πόσοι άραγε από εμάς γνωρίζουν το ύψος της δημοσιονομικής προσπάθειας που θα απαιτηθεί σε βάθος 3-ετίας όταν το χρέος μιας χώρας είναι άνω του 60%;
Τυπικά μιλώντας θα πρέπει να απομειώσουμε κατά το 1/20 την διαφορά από το σημείο αναφοράς (60%) μεσοσταθμικά σε βάθος τριετίας. Μπορεί η εφαρμογή του κανόνα τους χρέους να έχει πάρει αναβολή εφαρμογής μέχρι την περίοδο 2017 για χώρες με πρόγραμμα όπως η Ελλάδα, αλλά παραμένει δεσμευτική πρόβλεψη του Νέου Συμφώνου και είναι εκεί και μας περιμένει.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μια σύγχρονη Σοσιαλιστική πρόταση έχει πεδίο να σταθεί στην τρέχουσα συγκυρία της άκρατης δυναμικής του νεοφιλελευθερισμού και της ελαχιστοποίησης των κρατικών λειτουργιών (δεν μιλάμε για παρεμβάσεις γιατί πλέον έχουμε αποδεχθεί την θαυματουργή αυτοδιαχείριση των αγορών).
Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κανείς να περιγράφει συστατικά μιας πολιτικής πρότασης και να εύχεται για το καλύτερο... Κάποια εξ αυτών θα μπορούσε να είναι περισσότερη λογοδοσία, ραγδαία αλλαγή του πολιτικού προσωπικού της χώρας, δανεισμός μόνο για ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης, ισχυρούς δημοσιονομικούς κανόνες, ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί κανείς να περιγράφει συστατικά μιας πολιτικής πρότασης και να εύχεται για το καλύτερο... Κάποια εξ αυτών θα μπορούσε να είναι περισσότερη λογοδοσία, ραγδαία αλλαγή του πολιτικού προσωπικού της χώρας, δανεισμός μόνο για ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης, ισχυρούς δημοσιονομικούς κανόνες, ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας.
Από την άλλη πλευρά είναι ανάγκη να παραδεχθούμε ότι πρέπει να απεμπολήσουμε παραδοσιακά εργαλεία όπως είναι οι κρατικές παρεμβάσεις τύπου κρατικών ενισχύσεων σε κλάδους (μεταξύ των οποίων και δημόσιοι φορείς) που φθίνουν εδώ και καιρό και να παραδεχθούμε ότι είναι καλό να κλείνουν οι αντιπαραγωγκές επιχειρήσεις που στερούν πόρους από τις υπόλοιπες. Κανόνας πλέον θα είναι η φειδωλή κρατική παρέμβαση σε κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλό επίπεδο συνεργειών. Παράλληλα πρέπει να παρακολουθείται διαρκώς το αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων και δαπανών με στόχο την βελτιστοποίηση των υπηρεσιών προς τους πολίτες και όπου καταγράφεται αναποτελεσματικότητα να παρεμβαίνουμε διορθωτικά αγνοώντας το πολιτικό κόστος.
Είναι λοιπόν καιρός σήμερα να ανοίξει ένας διάλογος για την Οικονομία σε όλη την Κεντροαριστερή πτέρυγα, ένας διάλογος που θα γίνει με λόγια σταράτα μακριά από υποσχέσεις με στόχο την δημιουργία ενός μεσοπρόθεσμου πλαισίου ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας. Αυτή τη στιγμή ίσως το σπανιότερο αγαθό για μια ευάλωτη κοινωνία όπως η δική μας είναι και παραμένει η ειλικρίνεια και τα μετρημένα λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου