Κατηγορηματικά διαψεύδει ο ΟΚΑΝΑ τις καταγγελίες που έγιναν από γυναίκα, η οποία δήλωσε ότι εργάζεται ως ψυχίατρος στον Οργανισμό, σε σχέση με την υπόθεση της Άννυ.

Η συγκεκριμένη γυναίκα, που παρουσιάστηκε ως Μαρία Καλογεροπούλου, δήλωσε σε εκπομπές του Mega και του ANT1 ότι είχε ζητήσει επανειλημμένα από τον εισαγγελέα να αφαιρεθεί η επιμέλεια της μικρής Άννυ από τους γονείς της, αναφέροντας ότι η ίδια παρακολουθούσε το ζευγάρι 4 χρόνια.

Ο ΟΚΑΝΑ επισημαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ εργαζόμενη οποιασδήποτε ειδικότητας με το όνομα Μαρία Καλογεροπούλου, ενώ από τα αρχεία του θεραπευτικού προγράμματος υποκατάστασης του Οργανισμού δεν βρέθηκε να είναι μέλη ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα της Άννυ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, και η Εισαγγελία Αθηνών παρενέβη για να διαψεύσει την ύπαρξη τέτοιου είδους καταγγελιών από τον ΟΚΑΝΑ προς τον αρμόδιο εισαγγελέα που να αφορούν την Αννυ, ενώ επεσήμανε ότι δεν υπάρχει εισαγγελέας με το επίθετο Σκανδαλάκης -όπως επικαλέστηκε η γυναίκα στους τηλεοπτικούς σταθμούς.

Ολόκληρη η ανακοίνωση του ΟΚΑΝΑ:

«Σε συνέχεια της δημόσιας αναστάτωσης που προκλήθηκε σήμερα μετά από δηλώσεις κάποιας κυρίας σε τηλεοπτικά κανάλια ότι ως ψυχίατρος του ΟΚΑΝΑ παρακολουθούσε τους γονείς της Άννυ Μπορισόβα και μετά από ενδελεχή έρευνα που διενήργησε ο Οργανισμός, σας ενημερώνουμε ότι:

Στο ανθρώπινο δυναμικό του ΟΚΑΝΑ δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ εργαζόμενη οποιασδήποτε ειδικότητας με το όνομα Μαρία Καλογεροπούλου. Από τον ΟΚΑΝΑ τηλεφωνικά αναζητήθηκε αλλά δεν βρέθηκε να υπάρχει το όνομα της κας Μαρίας Καλογεροπούλου ούτε στους Ιατρικούς Συλλόγους Αθήνας ή Πειραιά.

Από τα αρχεία του θεραπευτικού προγράμματος υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ δεν βρέθηκε να είναι μέλη ούτε ο πατέρας Στανισλάβ Μπακαρτζίεφ ούτε η μητέρα Ντιμιτρίνα Μπορισόβα. Ούτε βρέθηκαν αιτήσεις τους σε αναμονή για ένταξη στο πρόγραμμα υποκατάστασης. Τα ονόματά τους δεν βρέθηκαν, επίσης, σε κανένα αρχείο κάποιας άλλης δομής ή υπηρεσίας του Οργανισμού.

Ο ΟΚΑΝΑ θεωρεί ότι τόσο επώδυνα περιστατικά, όπως η περίπτωση της Άννυ, που συνδέονται με έντονη δημόσια συναισθηματική φόρτιση, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πολλή προσοχή και ευαισθησία από όλες τις πλευρές και να αξιολογούνται η αξιοπιστία και η εγκυρότητα των πηγών, από τις οποίες αντλούνται όσες πληροφορίες έρχονται στη δημοσιότητα σχετικές ή μη.»